- ἐρυστά
- ἐρυστόςdrawnneut nom/voc/acc plἐρυστά̱ , ἐρυστόςdrawnfem nom/voc/acc dualἐρυστά̱ , ἐρυστόςdrawnfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερυστός — ἐρυστός, ή, όν (Α) [ερύω (I)] ο τραβηγμένος από τη θήκη («κολεῶν ἐρυστά ξίφη» γυμνά ξίφη, Σοφ.) … Dictionary of Greek